
Υπερκινητικό παιδί

Όταν στην οικογένεια και στο σχολείο παρατηρείται από γονείς και εκπαιδευτικούς το παιδί να είναι υπερκινητικό, πολλές φορές σημαίνει ότι το παιδί αυτό έχει τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ). Σύμφωνα με έρευνες, το σύνδρομο αυτό παρουσιάζεται σε ποσοστό περίπου 4%, στις ηλικίες μεταξύ 7 και 15 χρονών.
Το υπερκινητικό παιδί αντιμετωπίζει προβλήματα συγκέντρωσης και δυσκολεύεται πολύ να καθίσει ακίνητο. Το υπερκινητικό παιδί λοιπόν, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση όταν είναι στο σχολείο, γιατί αφενός δεν μπορεί να μείνει ακίνητο στη θέση του στο θρανίο για πολλή ώρα στη διάρκεια του μαθήματος και αφετέρου η προσοχή του διασπάται συνεχώς κατά τη διδασκαλία. Άλλο χαρακτηριστικό του υπερκινητικού παιδιού είναι η παρορμητικότητά του. Το υπερκινητικό παιδί δηλαδή, ακόμα και όταν έχει φτάσει σε ηλικία εφηβείας, ενεργεί σε καθημερινή βάση χωρίς πρώτα να σκεφτεί τις επιπτώσεις των πράξεών του, με εντελώς αυθόρμητο τρόπο. Η παρορμητικότητα του υπερκινητικού παιδιού μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα με τους γύρω του αλλά και στο ίδιο το υπερκινητικό παιδί. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τραυματιστεί, αφού δεν θα μελετήσει τι μπορεί να επιφέρει η κίνηση του ακόμα και στο ίδιο το σώμα του. Επόμενο είναι λοιπόν, το υπερκινητικό παιδί, να μένει απομονωμένο στο σχολείο, να νιώθει έλλειψη κατανόησης από τους συμμαθητές του και μερικές φορές και από τους εκπαιδευτικούς. Το αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι το υπερκινητικό παιδί να έχει μελλοντικά προβλήματα κοινωνικοποίησης και χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι γενετήσια διαταραχή. Αυτό σημαίνει ότι το υπερκινητικό παιδί γεννιέται με αυτήν τη διαταραχή και δεν είναι κάτι που αναπτύσσεται αργότερα λόγω των συνθηκών της ζωής του. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι η διαταραχή αυτή εμφανίζεται πιο συχνά όταν το υπερκινητικό παιδί έχει συγγενείς με την ίδια διαταραχή. Παρόλα αυτά, τα χαρακτηριστικά του υπερκινητικού παιδιού που οδηγούν στη διάγνωση αυτής της διαταραχής εμφανίζονται όταν το υπερκινητικό παιδί πηγαίνει για πρώτη φορά σχολείο και έρχεται αντιμέτωπο με συγκεκριμένες απαιτήσεις από το περιβάλλον του.
Τα υπερκινητικά παιδία δεν παύουν όμως να έχουν τη δική τους προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να εκφράζουν τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας με διαφορετικό τρόπο το καθένα, κάτι που δυσκολεύει και τη διάγνωση. Κάποια υπερκινητικά παιδιά λοιπόν, μπορεί να έχουν μόνο δυσκολία στο να μείνουν ακίνητα, ενώ κάποια άλλα μπορεί να αντιμετωπίζουν μόνο το πρόβλημα της συγκέντρωσης. Ακόμα, το υπερκινητικό παιδί μπορεί να παρουσιάζει απλά το χαρακτηριστικό της ανυπομονησίας. Να μην μπορεί δηλαδή να περιμένει τη σειρά του και να μην αντιλαμβάνεται την έννοια της προτεραιότητας των άλλων. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι πάνω στη διαταραχή, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να χαρακτηρίσουν το υπερκινητικό παιδί απλώς αγενές, χωρίς να δουν και άρα να αντιμετωπίσουν σε συνεργασία με τους γονείς το ζήτημα.
Φυσικά, είναι γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά, λόγω της ηλικίας, δυσκολεύονται κατά καιρούς να συγκεντρωθούν στα μαθήματά τους και είναι υπερκινητικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν και την αντίστοιχη διαταραχή. Για τον λόγο αυτό, θέλει μεγάλη προσοχή για την αναγνώριση του υπερκινητικού παιδιού. Το υπερκινητικό παιδί παρουσιάζει τα παραπάνω συμπτώματα όχι μόνο σε μερικά σχολικά μαθήματα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των σχολικών ωρών, αλλά και στο σπίτι, ακόμα και κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Τα υπερκινητικά παιδιά παρουσιάζουν επίσης έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως θυμός και απογοήτευση, γιατί ακριβώς καταπιέζονται κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας και όχι μόνο κατά τη διάρκεια του σχολείου.
Αν κάποιος εκπαιδευτικός ή γονέας παρατηρήσει κάποιο από τα συμπτώματα του υπερκινητικού παιδιού, όπως για παράδειγμα την έλλειψη συγκέντρωσης σε συνδυασμό με έντονη και επικίνδυνη παρορμητικότητα και αρνητικά συναισθήματα, το πρώτο βήμα είναι να απευθυνθεί στον παιδίατρο. Ο παιδίατρος με τη σειρά του θα αναγνωρίσει με μεγαλύτερη αξιοπιστία αν το παιδί έχει τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας ή αν απλώς είναι η φυσική υπερκινητικότητα που παρουσιάζει η μεγαλύτερη πλειονότητα των παιδιών. Στην πρώτη περίπτωση, θα κατευθύνει τους γονείς του υπερκινητικού παιδιού στον κατάλληλο παιδοψυχολόγο ή ψυχίατρο.
Από εκεί και πέρα, ο παιδοψυχολόγος ή ψυχίατρος, σε άμεση συνεργασία με τους γονείς, θα αποφασίσει για τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της διαταραχής του υπερκινητικού παιδιού. Στις περισσότερες περιπτώσεις των υπερκινητικών παιδιών, ακολουθείται συνδυαστική μέθοδος, που περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπεία, σε μορφή συμβουλευτικής για την καλύτερη αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να δοθεί στο υπερκινητικό παιδί δεν θα θεραπεύσει τη διαταραχή, αλλά θα ρυθμίσει τα συμπτώματα. Μπορεί να βοηθήσει δηλαδή το υπερκινητικό παιδί να συγκεντρώνεται πιο εύκολα και να αντιμετωπίζει την υπερκινητικότητά του σε καθημερινή βάση.
Εξίσου σημαντική για το υπερκινητικό παιδί είναι και η ψυχοθεραπεία σε μορφή συμβουλευτικής από ειδικό ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Κατά τη διάρκεια αυτών των συνεδριών, το υπερκινητικό παιδί μαθαίνει πώς να μεταβάλλει τον τρόπο που ενεργεί. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, το υπερκινητικό παιδί μαθαίνει μέσω της ψυχοθεραπείας να διαχειρίζεται και τα συναισθήματά του, όπως ο θυμός και η απογοήτευσή του, κάτι που θα είναι σημαντικό στήριγμα για τη γενικότερη πορεία της ζωής του.
Σε αυτές τις συνεδρίες, είναι πολύ σημαντικό να συμμετέχουν και οι γονείς των υπερκινητικών παιδιών. Ο γονείς των υπερκινητικών παιδιών πρέπει αρχικά να δείξουν έμπρακτα την αποδοχή τους. Τα υπερκινητικά παιδιά, μέχρι τη διάγνωση της διαταραχής τους, θεωρούνται απλώς κακοί χαρακτήρες. Γι’ αυτό είναι βασικό οι γονείς να αποδεχθούν το υπερκινητικό παιδί ακριβώς όπως είναι. Μετά από αυτό το βασικό και απόλυτα απαραίτητο στάδιο, τα επόμενα βήματα είναι να εκπαιδευτούν και οι ίδιοι οι γονείς από τον ειδικό ψυχολόγο ή ψυχίατρο ώστε να μάθουν ειδικές μεθόδους για να διαχειρίζονται τα συμπτώματα του υπερκινητικού παιδιού. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η διαδικασία αυτή είναι πιο εύκολη από ότι ακούγεται. Το καίριο σημείο για τη στήριξη του υπερκινητικού παιδιού είναι η σωστή επικοινωνία. Ο γονέας δηλαδή μπορεί να ρωτήσει το υπερκινητικό παιδί πώς μπορεί να το βοηθήσει, γιατί μόνο το ίδιο το υπερκινητικό παιδί έχει την πλήρη συναίσθηση για ό,τι του συμβαίνει κάθε στιγμή. Για την ανάπτυξη αυτής της επικοινωνίας θα βοηθήσει με ειδικές τεχνικές ο ειδικός ψυχολόγος ή ψυχίατρος που παρακολουθεί το υπερκινητικό παιδί. Φυσικά η όποια βοήθεια θα πρέπει δίνεται χωρίς καμία κριτική.
Επίσης, αν ο χώρος είναι κατάλληλα οργανωμένος μπορεί να βοηθήσει την αποδοτικότητα του υπερκινητικού παιδιού. Για παράδειγμα, δωμάτια με μεγάλης έκτασης ανοιχτό χώρο μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στο υπερκινητικό παιδί να κινείται ελεύθερα ενώ ταυτόχρονα διαβάζει. Επίσης, συνήθως τα υπερκινητικά παιδιά βρίσκουν χρήσιμες λίστες, οργανογράμματα, πίνακες ανακοινώσεων και αυτοκόλλητα χωρίς όμως να απορρίπτεται το παιχνίδι μέσα στην όλη διαδικασία της μελέτης. Με τον καιρό, μέσω της παρατήρησης των γονέων και της αυτοπαρατήρησης του υπερκινητικού παιδιού, θα βρεθούν από κοινού οι λύσεις και τα βοηθήματα που το υπερκινητικό παιδί θα χρειάζεται στην καθημερινότητά του. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τα όσα εμπόδια μπορεί να υπάρξουν, ο γονέας δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάει να επιβραβεύει το υπερκινητικό παιδί έστω και για την ελάχιστη πρόοδο που μπορεί να έχει κάνει.
Φυσικά, καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του υπερκινητικού παιδιού έχει και ο εκπαιδευτικός. Σε συνεργασία με τους γονείς, ο εκπαιδευτικός θα φροντίσει ώστε να ρυθμίζει την εξέλιξη του μαθήματος στις ανάγκες του υπερκινητικού παιδιού. Για παράδειγμα, οι εκπαιδευτικοί συνηθίζουν να δίνουν περισσότερο χρόνο στα υπερκινητικά παιδιά κατά τη διάρκεια των διαγωνισμάτων, τους επιτρέπουν να κάνουν διαλλείματα πιο συχνά και δίνουν τα κατάλληλα εφόδια για την οργάνωση του διαβάσματος των υπερκινητικών παιδιών. Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να διδάσκουν στα υπερκινητικά παιδιά όχι μόνο τη διδακτική ύλη, αλλά και δεξιότητες ώστε να μπορούν να μελετούν, με τη βοήθεια μεθόδων που ποικίλουν αναλόγως την ηλικία του υπερκινητικού παιδιού και τη θεματολογία του εκάστοτε μαθήματος.
Εν κατακλείδι, το υπερκινητικό παιδί μπορεί να έχει απόλυτα φυσιολογική και ευτυχισμένη ζωή. Το κύριο κλειδί για την επίτευξη αυτής της φυσιολογικής ζωής είναι η αποδοχή, η οργάνωση, η αλληλοκατανόηση και η συνεργασία μεταξύ του υπερκινητικού παιδιού, των γονέων, των εκπαιδευτικών και των ειδικών ψυχολόγων.