Η μουσικοκινητική αγωγή και η διδασκαλία της στα παιδιά

Η μουσικοκινητική αγωγή είναι η παιδαγωγική προσέγγιση που αναπτύχθηκε για τη διδασκαλία της μουσικής σε συνδυασμό με την κίνηση. Η ιδέα της μουσικοκινητικής αγωγής υπήρχε ήδη κατά την αρχαιοελληνική εποχή. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η μουσική, η φυσική άσκηση και η ομιλία είναι τρία χαρακτηριστικά του ανθρώπου που έχουν κοινή προέλευση. Επίσης, είναι γνωστό ότι το αρχαίο ελληνικό θέατρο αποτελούταν από χορό, τραγούδι και ομιλία και ονομάζονταν «διδασκαλία». Έτσι πίστευαν ότι μέσα από τα τρία αυτά στοιχεία, μπορεί ο άνθρωπος να αναπτυχθεί και να αποτελέσει «αγαθό» μέλος της κοινωνίας.

Η μουσικοκινητική αγωγή ωστόσο, αναπτύχθηκε ως τρόπος διδασκαλίας μόλις τον 20ο αιώνα, με το σύστημα του Καρλ Ορφ. Η μουσικοκινητική αγωγή όμως δεν συνιστά διδασκαλία με τον στενό όρο της λέξης, όσο τρόπο πολύπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου ως σύνολο. Μέσα από τη μουσικοκινητική αγωγή, ο άνθρωπος ανακαλύπτει ξανά την έμφυτη αίσθηση του ρυθμού. Η μουσικοκινητική αγωγή βοηθά τους ανθρώπους, εκτός από τις κινητικές δεξιότητες που αποκτούν, να εξελίσσονται συναισθηματικά και κοινωνικά, χρησιμοποιώντας το σώμα, το τραγούδι και τα μουσικά όργανα.

Η μουσικοκινητική αγωγή, παρόλο που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, ακολουθεί μεθοδολογία κυρίως για παιδιά, από τη βρεφική έως και την εφηβική ηλικία. Το πιο σημαντικό σημείο αυτής της μεθοδολογίας είναι ακριβώς η ελευθερία και ο αυτοσχεδιασμός, ώστε η μουσικοκινητική αγωγή να μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι, παρά με διδασκαλία. Άλλωστε, το σύστημα μουσικοκινητικής αγωγής του Καρλ Ορφ, δεν χαρακτηρίζεται τόσο ως μέθοδος, όσο ως οδηγία. Υπάρχουν δηλαδή αρχές και τακτικές που χρειάζεται να ακολουθήσει ο εκπαιδευτικός κατά τη διάρκεια της μουσικοκινητικής αγωγής, όπως η εξέλιξη από τις βασικές, συνεργατικές εκφράσεις ρυθμού σε πιο πολύπλοκες, με τη βαθμιαία χρήση μουσικών οργάνων, τραγουδιού και χορού.

Το σύστημα μουσικοκινητικής αγωγής που αναπτύχθηκε από τον μουσικό συνθέτη και παιδαγωγό Καρλ Ορφ, ξεκίνησε ως ιδέα για τη διδασκαλία της μουσικής. Η ιδέα του Καρλ Ορφ για το σύστημα της μουσικοκινητικής αγωγής στηριζόταν στο γεγονός ότι η μουσική και η κίνηση, όπως και η ομιλία, είναι στοιχεία του ανθρώπινου οργανισμού που προϋπάρχουν, ως μέρος της φύσης του ανθρώπου. Έτσι, μέσω του συστήματος της μουσικοκινητικής αγωγής, προσπάθησε να επαναφέρει στους μαθητές την έμφυτη αυτή τάση τους, αποκλείοντας όποια εμβόλιμη ιδέα περί μουσικής είχε περάσει στους μαθητές ενώ μεγάλωναν, για να επαναφέρει την αρχική, εγγενή αντίληψη που είχαν για τη μουσική και την κίνηση. Η μουσικοκινητική αγωγή λοιπόν δεν χαρακτηρίζεται τόσο ως μέθοδος διδασκαλίας, γιατί η μουσική και η κίνηση δεν είναι στοιχεία που χρειάζεται να μάθει κανείς, όσο ένας τρόπος επανασύνδεσης με τη φυσική έκφραση του ανθρώπου.

Ισχυρό επιχείρημα του Καρλ Ορφ υπέρ του συστήματος της μουσικοκινητικής αγωγής είναι η συμπεριφορά των βρεφών. Είναι γεγονός η παρατήρηση βρέφους την ώρα που ακούει κάποια μελωδία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ταλαντεύεται και παράγει ήχους σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής, γιατί ακριβώς ο ρυθμός είναι έμφυτος στον ανθρώπινο οργανισμό.

Το κύριο στοιχείο λοιπόν στο οποίο στηρίζεται η μουσικοκινητική αγωγή όπως επινοήθηκε και αναπτύχθηκε από τον Καρλ Ορφ είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός είναι το κοινό χαρακτηριστικό της κίνησης, της ομιλίας και της μουσικής και γι’ αυτό κατέχει τόσο σημαντική θέση στη μουσικοκινητική αγωγή. Ο ρυθμός αρχικά θα οδηγήσει τους μαθητές κατά τη μουσικοκινητική αγωγή να κινηθούν, να τραγουδήσουν ή να παίξουν κάποιο μουσικό όργανο, με τρόπο αυθόρμητο και όχι μέσω κάποιας διδασκαλίας, με τη συμβατική έννοια της λέξης.

Σε αυτό το στάδιο, κατά τη μουσικοκινητική αγωγή χρησιμοποιούνται κρουστά όργανα, ώστε να είναι δυνατή η αυθόρμητη έκφραση του ρυθμού από τους μαθητές. Τα κρουστά όργανα, όπως το τύμπανο και το ντέφι, είναι προτιμότερα στα αρχικά στάδια της μουσικοκινητικής αγωγής γιατί είναι εκείνα τα όργανα για τα οποία δεν χρειάζεται κάποια ειδική γνώση για την παραγωγή ήχου και είναι πιο εύκολο να παράγεις ρυθμό με αυτά, απλώς χρησιμοποιώντας τα χέρια σου.

Έπειτα από την πρώτη αντίληψη του ρυθμού από τους μαθητές, το επόμενο βήμα κατά τη μουσικοκινητική αγωγή είναι η συμμετοχή του σώματος. Αρχικά, επιλέγεται ένα μουσικό κομμάτι πάντα σε σχέση την ηλικία και το πολιτιστικό υπόβαθρο των μαθητών. Έπειτα, για τη συμμετοχή του σώματος στη διαδικασία της μουσικοκινητικής αγωγής, οι μαθητές αφήνονται ελεύθεροι να εκφράσουν τον ρυθμό μέσω του σώματός τους. Σε αυτό το σημείο της μουσικοκινητικής αγωγής και με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού, οι μαθητές αποκτούν καλύτερη γνώση του σώματός τους, των λειτουργιών και των δυνατοτήτων τους.

Στη διάρκεια της μουσικοκινητικής αγωγής, οι μαθητές μαθαίνουν να χειρίζονται το σώμα τους, να χρησιμοποιούν τους μυς τους και θέτονται οι βάσεις για ομαλή σωματική ανάπτυξη, μέσω της σωματικής κίνησης. Με τις ομαδικές δραστηριότητες στη διάρκεια της μουσικοκινητικής αγωγής και μέσω της κίνησης, οι μαθητές αντιλαμβάνονται καλύτερα αόριστες έννοιες όπως ο χρόνος και ο χώρος. Επίσης, αναπτύσσουν τη φαντασία τους εφευρίσκοντας νέες κινήσεις και ρυθμούς, συνεργάζονται, συνδημιουργούν και τέλος, μέσω της ελεύθερης σωματικής έκφρασης, αυξάνεται η αυτοπεποίθησή τους. Στο οικογενειακό περιβάλλον, οι γονείς συχνά αντιδρούν στις αυθόρμητες κινήσεις των παιδιών, όπως όταν γυρίζουν γύρω από έναν φανταστικό άξονα ή όταν χοροπηδούν έντονα. Στη μουσικοκινητική αγωγή όμως, ο εκπαιδευτικός έχει ως στόχο να δείξει στους μαθητές μέσα από αυτές ακριβώς τις αυθόρμητες κινήσεις, τη σημασία του ρυθμού, γι’ αυτό και δεν υπάρχει σωστή ή λάθος κίνηση, αλλά αποδοχή της εκφραστικότητας του κάθε μαθητή.

Εξίσου σημαντικό στοιχείο της μουσικοκινητικής αγωγής είναι και ο λόγος. Οι μαθητές όχι μόνο μαθαίνουν μέσω των μουσικών παιχνιδιών να έχουν σωστή άρθρωση, αλλά έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν την αρμονία που εμπεριέχεται στην ομιλία. Μετά από αυτό το επίπεδο, η μετάλλαξη του λόγου σε τραγούδι, είναι μια φυσική εξέλιξη κατά τη διάρκεια της μουσικοκινητικής αγωγής, μαζί με τον συνδυασμό της κίνησης και της ρυθμικής χρήσης των κρουστών μουσικών οργάνων.

Αυτά τα στάδια της μουσικοκινητικής αγωγής μπορεί να φαίνονται απλά, αλλά είναι πολύ σημαντικό να γίνονται υπό την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού. Απαραίτητο χαρακτηριστικό της μουσικοκινητικής αγωγής είναι ακριβώς η καθοδήγηση, και όχι η διδασκαλία ή η υπαγόρευση. Ο εκπαιδευτικός καθ’ όλη τη διάρκεια της μουσικοκινητικής αγωγής χρειάζεται να συμβουλεύει κατάλληλα τους μαθητές, αλλά όχι να τους υποχρεώνει σε κάποια μελωδία, κίνηση ή συγκεκριμένο ρυθμό. Αντιθέτως, κατά τη μουσικοκινητική αγωγή, κάθε κίνηση, κάθε ήχος, κάθε τραγούδι και οποιοσδήποτε άλλος τρόπος με τον οποίο μπορεί ένας μαθητής να εκφράσει ρυθμό, είναι αποδεκτά. Από εκεί και πέρα, η μουσικοκινητική αγωγή γίνεται μέσω αυτοσχεδιασμών, σε συνεργασία και αλληλοκατανόηση μεταξύ των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Όπως υποστήριζε και ο Καρλ Ορφ άλλωστε, η μουσική, όπως και η γλώσσα, μαθαίνεται φυσικά και αυθόρμητα. Οπότε δεν χρειάζεται τόσο πίεση, όσο δημιουργικό παιχνίδι.

Μολονότι αρχικά η μουσικοκινητική αγωγή στηρίζεται σε απλές εκφράσεις του ρυθμού, αυτά τα στάδια λειτουργούν ως πρώτα βήματα για την εξέλιξη σε πιο σύνθετες μουσικές δραστηριότητες και την απόκτηση δεξιοτήτων, όπως για παράδειγμα την εκμάθηση κάποιου πιο σύνθετου μουσικού οργάνου. Φυσικά, η μουσικοκινητική αγωγή δεν απευθύνεται μόνο σε όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη μουσική ή μόνο σε παιδιά. Μέσω της μουσικοκινητικής αγωγής ο άνθρωπος, είτε ενήλικας είτε παιδί, εκφράζεται δημιουργικά, απελευθερώνεται από κανόνες και εντολές και εντέλει αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και βελτιώνει την ψυχική του κατάσταση. Σύμφωνα με τη μουσικοκινητική αγωγή άλλωστε, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον Καρλ Ορφ, ο άνθρωπος είναι ένα ολοκληρωμένο σύνολο, όπου η ψυχή και το σώμα αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται.